- συντρίβω
- ΝΜΑ [τρίβω]1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.)2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς, εκμηδενίζω, αφανίζω (α. «ο στρατός συνέτριψε τον εχθρό» β. «ἐκταπεινοῡντος καὶ συντρίβοντος τὸν ἄνθρωπον», Πλούτ.)β) εξουθενώνω κάποιον ψυχικά, καταστενοχωρώ, καταλυπώ (α. «τόν συνέτριψε ο θάνατος της κόρης του» β. «εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν», ΠΔ)αρχ.1. τρίβω δύο πράγματα μεταξύ τους («αὐτοὶ δὲ πυρεῑα συντρίψαντες καὶ ἀνακαύσαντες», Λουκιαν.)2. αλέθω, κονιοποιώ.
Dictionary of Greek. 2013.